- αποστερησις
- ἀποστέρησιςἀπο-στέρησις-εως ἥ лишение, отнятие
(τινος Thuc., Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινος Thuc., Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποστέρησις — deprivation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστερήσει — ἀποστέρησις deprivation fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποστερήσεϊ , ἀποστέρησις deprivation fem dat sg (epic) ἀποστέρησις deprivation fem dat sg (attic ionic) ἀποστερέω rob fut ind pass 2nd sg ἀποστερέω rob aor subj act 3rd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστερήσεις — ἀποστέρησις deprivation fem nom/voc pl (attic epic) ἀποστέρησις deprivation fem nom/acc pl (attic) ἀποστερέω rob aor subj act 2nd sg (epic) ἀποστερέω rob fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστερήσηι — ἀποστέρησις deprivation fem dat sg (epic) ἀποστερήσῃ , ἀποστερέω rob fut ind pass 2nd sg ἀποστερήσῃ , ἀποστερέω rob aor subj mid 2nd sg ἀποστερήσῃ , ἀποστερέω rob aor subj act 3rd sg ἀποστερήσῃ , ἀποστερέω rob fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστέρησιν — ἀποστέρησις deprivation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποστέρηση — (Ψυχ.). Κατάσταση ψυχικής έντασης με ενδεχόμενα σωματικά σύνδρομα, η οποία εμφανίζεται κάθε φορά που ένα άτομο παρεμποδίζεται να ικανοποιήσει μια οποιαδήποτε ανάγκη. Το εμπόδιο μπορεί να είναι εξωτερικό ή εσωτερικό. To εξωτερικό ενδέχεται να… … Dictionary of Greek
ԶՐԿԱՆՔ — (նաց.) NBH 1 0753 Chronological Sequence: 6c, 8c, 10c, 13c ն. ἁδίκημα injuria, laesio Զրկելն, իլն. անիրաւութիւն. վնաս. տոյժ. զուլում, ... *Զրկեմք վասն տեշտ ցանկութեանն. իսկ զրկանքն ո՛չ առանց յետին խորամանգութեանն լինի. Փիլ. այլաբ.: *Ընդ զրկանաց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἀποστερήσεως — ἀποστερήσεω̆ς , ἀποστέρησις deprivation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστερήσῃ — ἀποστερήσηι , ἀποστέρησις deprivation fem dat sg (epic) ἀποστερέω rob fut ind pass 2nd sg ἀποστερέω rob aor subj mid 2nd sg ἀποστερέω rob aor subj act 3rd sg ἀποστερέω rob fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)